Η Λάουρα είναι νέα, όμορφη και δημοφιλής. Παντρεμένη με έναν διάσημο συγγραφέα που τη λατρεύει, γράφει και η ίδια, πηγαίνει στο θέατρο, είναι ειδική στην Ιστορία της Τέχνης. Όταν το επιθυμεί, έχει την ικανότητα να προκαλεί έντονα συναισθήματα στους άντρες χωρίς την παραμικρή ενοχή. Προσφέρει γενναιόδωρα τον εαυτό της και τα πλούτη της. Κάποιες στιγμές, ωστόσο, βαραίνει πάνω της μια σκιά. «Με έπιασε ο Λίβας», λέει, γιατί πράγματι είναι σαν να φυσάει μέσα στην καρδιά της ο τρομερός άνεμος της ερήμου, που την εξουθενώνει και την κάνει να απομονώνεται για μέρες. Έπειτα ξαναβρίσκει τη γαλήνη της και γίνεται πάλι η άστατη αλλά λαμπερή γυναίκα που θαυμάζουν όλοι.
Μέχρι που μια νύχτα η Λάουρα εξαφανίζεται.
Μιλώντας με πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους που τη γνώριζαν, ο επιθεωρητής Μαουρίτσι –καλλιεργημένος και διεισδυτικός ερευνητής της ανθρώπινης ψυχής– αντιλαμβάνεται ότι ο καθένας θυμάται ένα διαφορετικό πρόσωπο αυτής της γυναίκας. Τα ίχνη που τον οδηγούν σ’ αυτήν είναι αόρατα, σημαδεμένα από τα ερωτήματα που η ίδια έθετε αδιάκοπα στον εαυτό της, από την καυτή ένταση που έκρυβε η κάθε της κίνηση… σαν την κίνηση των σωμάτων στο κέντρο μιας τοιχογραφίας του Φρα Αντζέλικο, που η ίδια η Λάουρα είχε ερμηνεύσει με μοναδική διαίσθηση.