Ο Οδυσσέας Ελύτης δεν είναι απλά ένας μεγάλος ποιητής που λάμπρυνε την σύγχρονη ελληνική ποίηση με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά πρωτίστως ένας σύγχρονος μύστης και εκφραστής της ορφικοπυθαγόρειας-πλατωνικής-ομηρικής ελληνικής παράδοσης, αποδεικνύοντας την αδιάσπαστη συνέχεια του Έλληνος Λόγου στο πέρασμα των αιώνων. Ο ίδιος είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Τα Νέα: “Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία γλώσσα, η ελληνική, όπως εξελίχθηκε από ην αρχαία, που έφτασε να είναι το μεγάλο καμάρι μας και το μεγάλο μας στήριγμα”.
Η ελληνική γλώσσα δεν είναι μια κοινή ανθρώπινη γλώσσα, είναι θεϊκή, δομημένη τόσο τέλεια, που δεν μπορεί να είναι προϊόν ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτή είναι ο χρυσός κρίκος που δένει τον σύγχρονο Οδυσσέα μας τον μεμυημένο ποιητή μας, με τον Όμηρο, τον στυλοβάτη της φυλής. Κι αυτή είναι που χρησιμοποίησε για να εκφράσει κωδικά τις ύψιστες αλήθειες που περιέχονται ερμητικά κλεισμένες στο έργο του Ομήρου, του λατρεμένου των Μουσών. Γι’ αυτό απερίφραστα δηλώνει: “Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου”.
Στο παρόν πόνημα ερμηνεύονται δώδεκα μελοποιημένα ποιήματα και τραγούδια του Οδυσσέα Ελύτη με βάση την ετυμολογική ανάλυση των λέξεων που χρησιμοποιεί, και αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τις ίδιες κωδικές αλήθειες που αποτυπώνει ο Όμηρος στα έπη του και αφορούν την κοσμική εκθεωτική πορεία της ψυχής, η οποία περνάει από την κάθαρση του συναισθήματος.