Βάρος | 1.234 kg |
---|---|
isbn13 | 9786180123845 |
author | |
Εκδότης |
Η ιστορία της θεραπαινίδας
12,78 €
«Ήμασταν από τους ανθρώπους που δεν τους βρίσκεις στα χαρτιά. Ζούσαμε στους κενούς, λευκούς χώρους στις άκρες της εκτύπωσης. Μας δίνει περισσότερη ελευθερία. Ζούμε στα κενά μεταξύ των ιστοριών.»(μτφ της υπογράφουσας)
Το πανέξυπνο, Μακιαβελικό αυτό μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1985. Είναι από τα πρώτα δυστοπικά έργα και κινείται στη λεπτή γραμμή που χωρίζει το θρίλερ από την επιστημονική φαντασία. Η συγγραφέας του αντλεί την έμπνευση της κυρίως από τις γυναίκες της Παλαιάς Διαθήκης, τον πολιτικό και στρατιωτικό ολοκληρωτισμό, τον Αμερικανικό πουριτανισμό, τη σύγχρονη γυναίκα στη Μέση Ανατολή, την αλόγιστη ρύπανση και καταστροφή του περιβάλλοντος δημιουργώντας την σχεδόν σουρεαλιστική Gilead, ένα «Δυτικού Ημισφαιρίου Ιράν».
«Κοιμόμασταν στο αλλοτινό γυμναστήριο. Το πάτωμα ήταν στιλβωμένο ξύλο, με ρίγες και κύκλους μπογιατισμένους, διότι εκεί άλλοτε παίζανε τα παιχνίδια• οι κρίκοι στις μπασκέ- τες ήταν ακόμη εκεί, αν και τα διχτάκια έλειπαν… Λαχταρούσαμε το μέλλον. Ποιος μας το ’χε μάθει αυτό το ταλέντο για αχορτασιά; Ήταν κάτι στον αέρα• κάτι που ίπτατο ακόμη, σαν υποψία, καθώς πασχίζαμε να κοιμηθούμε στα στρατιωτικά ράντζα που ’χαν στήσει σε σειρές, με κενά ενδιάμεσα ώστε να μην μπορούμε να μιλάμε. Είχαμε εμπριμέ σεντόνια, σαν παιδικά, και στρατιωτικές κουβέρτες, παλιές, που ακόμη έγραφαν ΗΠΑ. Διπλώναμε τα ρούχα μας προσεχτικά και τα αποθέταμε στα σκαμνάκια που είχαμε στα πόδια των κρεβατιών μας. Τα φώτα χαμήλωναν, αν και δεν έσβηναν τελείως. Η Θεία Σάρα κι η Θεία Ελίζαμπεθ περιπολούσαν• είχαν ηλεκτρικές βουκέντρες περασμένες σε θηλιές που κρέμονταν απ’ τις δερμάτινες ζώνες τους. Πιστόλια όχι, όμως – ούτε κι αυτές τις εμπιστεύονταν ένοπλες. Τα πιστόλια τα ’χαν οι Φύλακες, και τα ’χαν διαλέξει ει- δικά οι Άγγελοι. Οι Φύλακες δεν επιτρεπόταν να μπουν στο κτίριο παρά μόνον εφόσον τους φώναζαν, κι εμείς δεν μπορούσα- με να βγούμε, παρά μόνο για τους δυο περιπάτους μας καθ’ εκάστην, δυο δυο τον γύρο του γηπέδου του ράγκμπι, που τώρα το περιέκλειε συρμάτινος φράχτης με αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην κορφή. Οι Άγγελοι στέκονταν έξω ακριβώς, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας. Μας ενέπνεαν φόβο, μα και κάτι ακόμα. Αν μας έριχναν έστω μια ματιά, αν μπορούσαμε να τους πούμε μια κουβέντα – κάποια ανταλλαγή θα μπορούσε να γίνει, έτσι νομίζαμε, κάποια συμφωνία, κάποια εκποίηση, είχα- με άλλωστε ακόμη τα κορμιά μας. Αυτή ήταν η φαντασίωσή μας. Μάθαμε να ψιθυρίζουμε άηχα σχεδόν. ..» (μτφ. Αύγουστος Κορτώ. Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018)
Η Offred είναι μία γυναίκα μόνη, γύρω στα τριάντα της χρόνια. Είναι κατεστραμμένη οικονομικά, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση και δεν γνωρίζει πλέον που βρίσκονται η κόρη κι ο εραστής της. Γρήγορα αναγκάζεται να εργαστεί ως θεραπαινίδα στη Δημοκρατία της Gilead, ένα ολοκληρωτικό και θεοκρατικό κράτος που έχει αντικαταστήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Λόγω των επικίνδυνα χαμηλών ποσοστών αναπαραγωγής, στις θεραπαινίδες έχει ανατεθεί να γεννούν παιδιά για τα ελίτ ζευγάρια που έχουν πρόβλημα να συλλάβουν. Η Offred (εξ)υπηρετεί το Διοικητή και τη σύζυγό του, Serena Joy, μία πρώην ψάλτισσα του Ευαγγελίου και συνήγορο των «παραδοσιακών αξιών». Το Offred δεν είναι το πραγματικό όνομα της . Τα ονόματα των θεραπαινίδων γυναικών αποτελούνται από τη λέξη «of(του)» ακολουθούμενη από το όνομα του Διοικητή της θεραπαινίδας. Κάθε μήνα, όταν η Offred βρίσκεται στο σωστό σημείο του εμμηνορροϊκού κύκλου της, πρέπει να έχει μία απρόσωπη σεξουαλική επαφή με τον Διοικητή, ενώ η Serena κάθεται πίσω της κρατώντας τα χέρια της. Η ελευθερία της Offred, όπως άλλωστε και η ελευθερία όλων των γυναικών, είναι τελείως απαγορευμένη. Μπορεί να αφήσει το σπίτι μόνο για να ψωνίσει, η πόρτα στο δωμάτιό της απαγορεύεται να κλείνει τελείως και η Eyes, η μυστική αστυνομική δύναμη της Gilead, παρακολουθεί κάθε δημόσια κίνηση της . Καθώς η Offred μιλάει για την ιστορία της καθημερινής της ζωής κάνει συχνά αναφορές στο παρελθόν, από τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να αναδημιουργήσει τα γεγονότα που οδήγησαν στην αρχή του μυθιστορήματος. Στον παλιό κόσμο, πριν από τη Gilead. Οι αρχιτέκτονες της Gilead ανέβηκαν στην εξουσία σε μια εποχή έντονης πορνογραφίας, πορνείας και βίας κατά των γυναικών – όταν η ρύπανση και οι χημικές διαρροές οδήγησαν σε μείωση των ποσοστών γονιμότητας. Χρησιμοποιώντας το στρατό, δολοφόνησαν τον Πρόεδρο και τα μέλη του Κογκρέσου και ξεκίνησαν πραξικόπημα, υποστηρίζοντας ότι θα αναλάμβαναν προσωρινά την εξουσία. Κατάργησαν τα δικαιώματα των γυναικών, απαγορεύοντας στις γυναίκες να κατέχουν περιουσία ή θέσεις εργασίας. Έκτοτε οι γυναίκες θα πρέπει να είναι υποτακτικές στους άνδρες και να ασχολούνται αποκλειστικά με τα παιδιά που γεννούν…
Η Offred για να ξεπεράσει την υποτίμηση, τον εξαναγκασμό, την υποδούλωση, τα βασανιστήρια και το φόβο της θανατικής καταδίκης προσκολλάται στη ψυχική υγεία βασιζόμενη σε απλές απολαύσεις. Βάζει λοσιόν στο ξερό της δέρμα, καπνίζει, θυμάται τις ευχάριστες στιγμές των παλιών καλών εποχών με τη μητέρα της, τον αγαπημένο της, την κόρη της. Είναι αναγκασμένη να πει την ιστορία της, για να ανακουφίσει έτσι τη μοναχική της ύπαρξη και να αντέξει τη ζοφερή πραγματικότητα. Της αρέσει να κοιτά μέσα από ένα γυαλί τον νυχτερινό ουρανό ανακτώντας έτσι τη ψυχραιμία της και την ελπίδα πως θα καταφέρει να δραπετεύσει από τους τρόμους της Gilead.
Σε συνεντεύξεις που δόθηκαν κοντά στη δημοσίευση του μυθιστορήματος της , η Margaret Atwood επεσήμανε ότι όλες οι καταπιεστικές κοινωνικές πρακτικές που περιγράφει στο The Handmaid’s Tale έχουν ιστορικά προηγούμενα. Η συγγραφέας υποστηρίζει πως, οι ελευθερίες των γυναικών στα τέλη του εικοστού και στις αρχές του 21ου αιώνα μπορεί να μην είναι τόσο ασφαλείς όσο οι σύγχρονες γυναίκες θέλουν να πιστεύουν. Προτείνει ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είμαστε σε επαγρύπνηση, για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα επιτρέψουμε αυτές τις οπισθοδρομικές πρακτικές να κερδίσουν πάλι έδαφος. Στο μυθιστόρημα αυτό, ένα υπερσυντηρητικό θρησκευτικό κίνημα έχει εξαλείψει τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά η Atwood ανησυχεί για τις απειλές κατά της γυναικείας ελευθερίας από οποιαδήποτε ομάδα, ακόμα και από φεμινίστριες. Η μητέρα της Offred επί παραδείγματι είχε αγωνιστεί για μια κοινωνία στην οποία οι γυναίκες θα ήταν ασφαλείς και μακριά από την οποιαδήποτε μορφή ανδρικής βίας, αλλά δεν είχε κάνει τίποτε για τα πορνογραφικά περιοδικά και βιβλία.
Η Atwood ξεκίνησε να γράφει το έργο αυτό την άνοιξη του 1984, όταν διέμενε στο ακόμη διχοτομημένο από το Τείχος Βερολίνο με τη βοήθεια μίας παλιάς, νοικιασμένης, γραφομηχανής. Σαν πρώτο τίτλο του έργου σκέφτηκε το Offred. Επηρεασμένη από το διαχρονικό έργο του Chaucher «Canterbury Tales» το μετονόμασε στον τελικό τίτλο Handmaid’s Tale. Το μυθιστόρημα αυτό μεταφράστηκε σε 40 γλώσσες, μεταφέρθηκε στο κινηματογράφο, έγινε όπερα, μπαλέτο και τηλεοπτική σειρά. Η Atwood έχει ρωτηθεί επανειλημμένως γιατί δεν αποκάλυψε ποτέ το πραγματικό όνομα της Offred δίνοντας πάντα την ίδια απάντηση: «τόσοι πολλοί άνθρωποι στην ιστορία έχουν αλλάξει τα ονόματά τους ή απλά έχουν εξαφανιστεί από αυτήν».
«»Η νύχτα πέφτει. Ή έχει πέσει. Και γιατί αυτό .. η νύχτα να πέφτει, αντί να ανεβαίνει, σαν την αυγή; Ωστόσο, αν κοιτάξετε ανατολικά, κατά το ηλιοβασίλεμα, μπορείτε να δείτε τη νύχτα να ανεβαίνει, όχι να πέφτει. Το σκοτάδι ανυψώνεται στον ουρανό, από τον ορίζοντα, όπως ένας μαύρος ήλιος πίσω από ένα συννεφιασμένο πέπλο . Όπως ο καπνός από μια αόρατη φωτιά, μια γραμμή φωτιάς ακριβώς κάτω από τον ορίζοντα, μια φωτιά ή μια πόλη που καίγεται. Ίσως η νύχτα να πέφτει επειδή είναι βαριά, μια χοντρή κουρτίνα που σηκώνεται πάνω από τα μάτια. Μάλλινη κουβέρτα.» (μτφ. της υπογράφουσας)
Ειρήνη Μανδηλαρά.