Ο Φρανκ αποφυλακίζεται μετά από πέντε χρόνια που πέρασε στη φυλακή για μια ληστεία που έκανε με τον αδερφό του τον Φαμπιάν. Φιλοξενείται από την Τζέσικα, σύντροφο του Φαμπιάν, και τους γονείς της. Ο πατέρας παραποιεί κλεμμένα αυτοκίνητα, η μάνα απασχολείται περιστασιακά ως καθαρίστρια σ’ ένα γηροκομείο. Η Τζέσικα έχει μια μικρή κόρη, τη Ραχήλ, που δεν τρώει σχεδόν τίποτα και δεν μιλάει.
Τι να έχει δει άραγε ή ακούσει η μικρή ζώντας σ’ αυτή την ολέθρια οικογένεια όπου βασιλεύουν το μίσος, το ψέμα κι η συμφορά;
Σε μια απομονωμένη αγροικία που λιώνει από τον καύσωνα, στις παρυφές ενός ανησυχητικού δάσους, τα πάθη θα οξυνθούν. Η απουσία του Φαμπιάν παρατείνεται κι ο Φρανκ βρίσκεται στριμωγμένος ανάμεσα στην επικίνδυνη γοητεία της Τζέσικα και τις ραδιουργίες των δύο γέρων, σαν ξεμοναχιασμένο ζώο περικυκλωμένο από πεινασμένους λύκους…