«Γεννήθηκα στο Lübeck στις 6 Ιουνίου 1875, δεύτερος γιος ενός εμπόρου και γερουσιαστή από το Φρι Σίτι, του Johann Heinrich Mann, και της γυναίκας του Julia da Silva Bruhns. …σπούδασα στο τμήμα επιστημών του «Katharineum» στο Lübeck. Σιχαινόμουν το σχολείο και από την πρώτη έως την τελευταία τάξη απέτυχα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις του, όπως άλλωστε και σε κάθε έξωθεν απαίτηση, εξαιτίας μιας εσωτερικής αντίστασης που με παρέλυε και την οποία, αργότερα, με μεγάλη δυσκολία, έμαθα να καταπολεμώ. Όποια μόρφωση διαθέτω την απέκτησα με έναν ελεύθερο και αυτοδιδακτικό τρόπο. Η επίσημη παιδεία απέτυχε να ενσταλλάξει μέσα μου ακόμα και την πιο στοιχειώδη γνώση….Παρόλο που ο πόλεμος (εδώ εννοεί τον Α’ ΠΠ) δεν με απασχόλησε προσωπικά με την έννοια της συμμετοχής μου σ’ αυτόν, όσο διάρκεσε έβαλε τέλος σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική μου δραστηριότητα γιατί με υποχρέωσε σε αγωνιώδεις επανεκτιμήσεις των θεμελιωδών μου παραδοχών και σε μία ανθρώπινη και διανοητική αυτοαναζήτηση… τα πεντηκοστά μου γενέθλια συνόδευσαν δημόσιες εκδηλώσεις λατρείας που ανακαλώ με ιδιαίτερη συγκίνηση, ενώ το αποκορύφωμα όλων αυτών των διακρίσεων ήταν η απονομή του περσινού βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας από την Σουηδική Ακαδημία. Πρέπει όμως να πω ότι όλη αυτή η αναταραχή που προκάλεσε η επιτυχία δεν κατάφερε ποτέ να μετριάσει την απόλυτη συναίσθηση της σχετικότητας των ερήμων εντός μου, ούτε κατάφερε έστω και για ένα λεπτό να αμβλύνει την αιχμή της αυτοκριτικής μου. Μόνο το μέλλον θα κρίνει με σιγουριά την αξία και τη σημασία του έργου μου για τις ερχόμενες γενιές• για μένα δεν είναι παρά τα χνάρια μιας ζωής που την έζησα συνειδητά, δηλαδή, ευσυνείδητα.» (πηγή: dim/art) Αυτό το (αυτο)βιογραφικό σημείωμα γράφτηκε από τον Thomas Mann για να συμπεριληφθεί στον τόμο της σειράς «Les Prix Nobel» του Οκτωβρίου του 1930. Η σειρά αυτή εκδίδεται κάθε χρόνο από το 1901, και περιέχει την ανασκόπηση των τελετών βράβευσης που πραγματοποιούνται στη Στοκχόλμη και στο Όσλο, καθώς και βιογραφικά όλων όσων βραβεύτηκαν το αμέσως προηγούμενο έτος.
O Thomas Mann γεννήθηκε κι ανδρειώθηκε σε μία εποχή ραγδαίων πολικοκοινωνικών εξελίξεων. Κατά τη διάρκεια του Α’ΠΠ ο Τόμας Μαν υποστήριζε τον Κάιζερ Γουλιέλμο Β΄ και ήταν αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Σταδιακά οι πολιτικές του θέσεις άλλαξαν, άρχισε να υποστηρίζει τον φιλελευθερισμό και τις δημοκρατικές αρχές, ενώ αργότερα εξέφρασε συμπάθεια προς τις σοσιαλιστικές ιδέες. Κατήγγειλε δημοσίως τον εθνικοσοσιαλισμό και ενεθάρρυνε την αντίσταση από την εργατική τάξη. Το 1930 έδωσε στο Βερολίνο μία διάλεξη (Έκκληση προς την λογική ) με την οποία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα κοινό μέτωπο καλλιεργημένων αστών-σοσιαλιστικής εργατικής τάξης ενάντια στη βαρβαρότητα του ναζισμού. Τα βιβλία του Heinrich Mann, μεγαλύτερου αδελφού του Thomas, χαρακτηρίστηκαν «αντίθετα προς το Γερμανικό Πνεύμα» από τον Joseph Goebbels και ρίχτηκαν στη πυρά στις 10 Μαΐου του 1933. Οι Ναζί ωστόσο φοβήθηκαν τον αντίκτυπο που θα είχε η δημόσια καταστροφή των βιβλίων ενός συγγραφέα που είχε τιμηθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τέσσερα χρόνια νωρίτερα κι εξαίρεσαν τα βιβλία του Thomas από τη πυρά.
Το «Μαγικό Βουνό» εξεδόθη στα 1924 κι αποτέλεσε το τρίτο μυθιστόρημα του συγγραφέα μετά το « Μπούντενμπροκς» και το «Βασιλική Υψηλότης». Είναι ένα έπος που ξεπερνά τις 1.000 σελίδες. Ο Χανς Κάστορπ, μηχανικός στο επάγγελμα, επισκέπτεται τον εξάδελφο του Γιόαχιμ Τσέιμσεν στο σανατόριο για φυματικούς στο Μπέργκχοφ της Ελβετίας. Ο Χανς αισθάνεται αδιαθεσία, η οποία του φέρνει ένα παρατεταμένο πυρετό. Αναγκάζεται σε μία διαρκέστερη παραμονή στο σανατόριο, που την υπολογίζει σε τρεις εβδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια. Οι υπόλοιποι τρόφιμοι του σανατορίου, συμπεριλαμβανομένου και του εξάδελφου Γιόαχιμ, γνωρίζουν εξ αρχής τη πλάνη του Χανς, πως η παραμονή του θα περιοριστεί μοναχά σε ένα εικοσαήμερο. Κομψά κι ευγενικά ειρωνεύονται τον νεαρό μηχανικό λέγοντας του «Ήρθατε, λοιπόν, τελείως οικειοθελώς σ” εμάς τους ξεπεσμένους και θέλετε να μας προσφέρετε για λίγο καιρό τη χαρά της συντροφιάς σας. Πολύ ωραία. Και τι διάστημα σχεδιάσατε;» Κι ο ίδιος ο Thomas Mann μας προειδοποιεί «Ο αφηγητής δεν θα ξεμπερδέψει στο άψε-σβήσε με την ιστορία του Χανς. Οι επτά ημέρες μιας εβδομάδας δεν θα αρκέσουν, ούτε και επτά μήνες. Το καλύτερο είναι να μην του είναι ξεκάθαρο από πριν πόσος γήινος χρόνος θα περάσει ενόσω τον κρατά σαγηνεμένο». Πολύ γρήγορα λοιπόν συνειδητοποιούμε πως ο χρόνος στο «Μαγικό Βουνό» είναι αδύνατον να υπολογιστεί. Οι ημέρες που περνά ένας κρεβατωμένος άνθρωπος άρρωστος τον κάνουν αδιάφορο για το τι συμβαίνει. Έναν άρρωστο δεν τον απασχολεί ουσιαστικά τίποτα κι οι μέρες του ίδιες κι απαράλλακτες, θαρρείς πως επαναλαμβάνονται. Ο ασθενής γίνεται αφελής. Κι ο Χανς ως ασθενής ακόμη αφελέστερος μια και στο «Μαγικό Βουνό» ούτως ή άλλως δεν υπάρχουν επισκέπτες. Όποιος έρχεται μπορεί να φύγει πλην είναι καταδικασμένος πάντα να επιστρέφει. Οπότε καλύτερα να μείνει εξ αρχής. Οι άνθρωποι του βουνού αποκόπτονται από τους ανθρώπους κάτω στα πεδινά. Οι πεδινοί μπορούν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Το βουνό, με τον ξεχωριστό του θαρρείς μαγικό αέρα, καταπολεμάει αλλά συγχρόνως συντηρεί και τις ασθένειες των τροφίμων του σανατορίου. Οι άρρωστοι τελικά αγαπούν την αρρώστια τους. Δεν μπορούν να διανοηθούν τη ζωή τους χωρίς αυτή. Δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους μακριά από το «Μαγικό Βουνό». Μέσα στο «Μαγικό Βουνό» ο Χανς αλλάζει σιγά σιγά. Φιλοσοφεί, ερωτεύεται, βιώνει την απώλεια και φτάνει εν τέλει στην απόλυτη ελευθερία. Ο Χανς πεθαίνει. Μας τον κλέβει ένα εκρηκτικό βλήμα που δεν κατάφερε να σταματήσει η ξιφολόγχη στο χέρι του. Μα η ιστορία του έχει ειπωθεί. «Έχε γεια Χανς Κάστορπ, αγαθόκαρδο βασανοπαίδι της ζωής! Η ιστορία σου τελείωσε. Την αφηγηθήκαμε ως το τέλος. Δεν κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν μια ερμητική ιστορία. Την αφηγηθήκαμε χάριν της ιδίας, δεν ήσουν εσύ η αιτία, γιατί εσύ παραήσουν απλός. Τελικά όμως ήταν η δική σου ιστορία. Αφού σε εσένα συνέβη, έπρεπε το δίχως άλλο να το αξίζεις..» .
Το «Μαγικό Βουνό» είναι σαφέστατα ένα μοντέρνο κλασσικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μία κωμωδία ηθών, μία αλληγορία της Ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας του Μεσοπολέμου. Ένα μυθιστόρημα που απεικονίζει πειστικά την ασθένεια ως μία κατάσταση τόσο του μυαλού όσο και του σώματος. Μέσα στο αιώνιο και γλιστερό χιόνι του βουνού, καμία κατάσταση και καμία συμπεριφορά δεν μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη. Πίσω από τη σκηνή, κάπου στο βάθος των δωματίων, καραδοκεί ο θάνατος ανάμεσα σε μικροπρεπείς αντιπαλότητες κι έντονα φλερτ. Η ατμόσφαιρα γίνεται φετιχιστική σχεδόν σουρεαλιστική. Αυτό δίνει στο μυθιστόρημα μία υπέροχη αίσθηση του υψηλού και του ανοίκειου. «Τι μπορώ τώρα να σας πω για το βιβλίο και για το πώς μπορεί καλύτερα να το διαβάσει κανείς; Θα αρχίσω με την αλαζονική απαίτηση να μην το διαβάσετε μία φορά, αλλά δύο. Μια απαίτηση που δεν χρειάζεται βέβαια να ικανοποιηθεί, αν κάποιος έχει ήδη βαρεθεί με την πρώτη ανάγνωση. Ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να αποτελεί καθήκον, ούτε προσπάθεια• δεν πρέπει να το αναλαμβάνει κανείς παρά τη θέλησή του. Ο στόχος του είναι να παρέχει ευχαρίστηση, να ψυχαγωγεί και να αναζωογονεί. Αν δεν έχει αυτά τα αποτελέσματα σε κάποιον αναγνώστη, αυτός πρέπει να το παρατήσει και να στραφεί σε κάτι άλλο…» Thomas Mann «Πώς γράφτηκε το Μαγικό Βουνό».
-Τίτλος πρωτοτύπου: «Der Zauberberg»
-Εκδόσεις στα ελληνικά: • Μεταίχμιο 2017 μτφ.Θόδωρου Παρασκευόπουλου
• Εξάντας 1995 μτφ.Θόδωρου Παρασκευόπουλου
• Ζαχαρόπουλος 1989 μτφ.Άρη Δικταίου
• Δίφρος 1956 μτφ.Άρη Δικταίου
Ειρήνη Μανδηλαρά.