Έζησα Έρημος Και Ισχυρός
17,50 €
«Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτο το έγκλημα με σκοτώνει».
Ιούνιος 1998. Η Ελλάδα συγκλονισμένη παρακολουθεί τις έρευνες για τον εντοπισμό του καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Λιαντίνη. Ο μεγάλος Λάκωνας ανέβηκε στον αγαπημένο του Ταΰγετο την 1η του μηνός όπως συνήθιζε, με τη διαφορά πως ετούτη τη φορά δεν επρόκειτο να επιστρέψει.
Ένα μικρό βιογραφικό για τον στοχαστή, φιλόσοφο και πρωταγωνιστή αυτού του βιβλίου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1942 στην Λιαντίνα Λακωνίας Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε σε Λιαντίνης καθώς ο τόπος καταγωγής του είναι το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας. Το 1966 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε κλασσικές γνώσεις και ανθρωπολογία. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα, διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών του οποίου το 1978 έγινε Διδάκτωρ. Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φ.Π.Ψ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Επίσης απέδωσε στην ελληνική το «Ίδε ο Άνθρωπος» του Νίτσε. Το 1973 παντρεύτηκε την καθηγήτρια θεολογίας Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από το γάμο τους απέκτησαν μια κόρη.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Αλικάκος γεννήθηκε το 1967 και σπούδασε στο τμήμα του «Ελληνικού Πολιτισμού» του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστημίου. Δούλεψε ως ρεπόρτερ σε ηλεκτρονικά και έντυπα Μ.Μ.Ε. Σε συνέντευξη του με αφορμή την κυκλοφορία της 2ης εμπλουτισμένης έκδοσης του βιβλίου αποκάλυψε ότι, έως τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1998 δεν γνώριζε τον καθηγητή Λιαντίνη. Ως ρεπόρτερ του ΣΚΑΙ εκείνη τη εποχή κλήθηκε να καλύψει το γεγονός της εξαφάνισης του….
Χάρη στο βιβλίο «Λιαντίνης: Έζησα έρημος και ισχυρός» (εκδ. Λιβάνης Μάιος 2006 & εκδ. Ελευθερουδάκης 2η εμπλουτισμένη έκδοση Δεκέμβριος 2016) έρχεται για πρώτη φορά στο φως η ζωή του πολυσυζητημένου στοχαστή, που η εξαφάνιση του έγινε πρώτη είδηση το καλοκαίρι του 1998. Ανέκδοτες προσωπικές επιστολές που φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής, συνεντεύξεις με ανθρώπους που τον γνώρισαν, σημειώσεις του, προσωπικά ημερολόγια, φωτογραφίες, ντοκουμέντα και μία μαρτυρία- αποκάλυψη φωτίζουν το χρονικό της ζωής και του σχεδίου του. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο διαβάζεται και ως βιογραφία αλλά και ως μυθιστόρημα (που τυχαίνει να περιγράφει αληθινά γεγονότα). Η συναρπαστική αφήγηση φωτίζει μια ιστορία ζωής που άλλοτε θυμίζει δράμα, άλλοτε περιπέτεια μυστηρίου κι άλλοτε φιλοσοφική αποκάλυψη.
Ο καθηγητής Λιαντίνης χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ένας «επικίνδυνος» παιδαγωγός. Ήταν αυστηρός και γεμάτος αντιφάσεις. Άλλοτε απαιτητικός από τους άλλους αλλά και γεμάτος κατανόηση. Γεγονός είναι ότι, άσχετα εάν συμφωνεί κανείς με τις ιδέες και τα πιστεύω του, σχεδόν πάντα προκαλεί το θαυμασμό για την ιδιοφυΐα και την δυνατή προσωπικότητα του. Υπήρξε λάτρης του αρχαιoελληνικού πνεύματος και των μεγάλων κλασσικών. Είχε μεγάλη αγάπη στους νέους, τους οποίους και συμβούλευε να κλείσουν τις τηλεοράσεις, να διαβάζουν βιβλία και να ερωτεύονται!
Το σημαντικότερο έργο του, που αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του, υπήρξε η «Γκέμμα» Η «Γκέμμα» (εκδόσεις Βιβλιογονία Δεκέμβριος 2006) είναι ένα έργο καθαρής φιλοσοφικής σκέψης κι έχει σαν κεντρική ιδέα του το «πως γίνεσαι άνθρωπος». Έχει χαρακτηριστεί σαν ένας φιλοσοφικός, ποιητικός και λογοτεχνικός θησαυρός. Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου.»
«Μια είναι η αιτία που κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας. Είναι η γνώση πως το ασώματο ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική, μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την πανουργία της κυριαρχίας τους.»
«Το γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που δεν εγεννήθηκε ποτές.»
«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη. Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»
Ο Λιαντίνης υποστήριζε ότι «Ο θάνατος είναι το σημαντικότερο πρόβλημα της φιλοσοφίας. Φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου. Ένα είναι βέβαιο και ασφαλές, απόλυτο ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε». Σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε να ξεπεράσει το φόβο του θανάτου, να συμβιβαστεί με τη σκοτεινή του άβυσσο και κατάφερε να μετατρέψει την αγωνία του σε γαλήνη. Ίσως για αυτό επέλεξε να φύγει από τη ζωή στα 56 του χρόνια στο απόγειο της πνευματικής του ολοκλήρωσης. Ήταν πλέον έτοιμος να κοιτάξει το θάνατο στα μάτια…
Κατόπιν επιθυμίας του ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολαράκος οδήγησε τη κόρη του καθηγητή Διοτίμα στη μικρή σπηλιά όπου είχε αποσυρθεί για να πεθάνει, επτά χρόνια μετά το θανάτο του. Αξίζει το κόπο να διαβάσουμε ολόκληρη την επιστολή που άφησε ο Λιαντίνης στη θυγατέρα του. Μία παρακαταθήκη για όλους μας:
«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού. Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει. Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπουκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου. Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή*, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.»
Ο επίλογος. Η μητέρα του γνώριζε ότι είχε σκοπό να πεθάνει και του είχε ζητήσει να περιμένει μερικά χρόνια για να πεθάνει πρώτα αυτή, αλλά ο Λιαντίνης δεν το δέχτηκε. Σύμφωνα με δελτίο τύπου της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λακωνίας στην κορυφή του Ταυγέτου στη θέση «Πόρτες» και ύστερα από αναφορές πολιτών βρέθηκε σκελετός ανδρός. Το εύρημα ήταν ένας σκελετός ξαπλωμένος σε μια σπηλιά περίπου 1 μέτρο βάθος με την πλάτη προς τα κάτω και κοιτάζοντας τον ουρανό. Η σπηλιά ήταν σκεπασμένη με πέτρες, ενώ δίπλα βρέθηκαν τσιγάρα, στυλό, μία μισογεμάτη φιάλη αγιορείτικο κρασί, ένας φακός, τα ρούχα του σε όχι και τόσο καλή κατάσταση και μία σύριγγα με 2 αμπούλες πιθανόν με δηλητήριο. Αργότερα έγινε εξέταση DNA όπου πιστοποίησε πως πρόκειται για τον Δημήτρη Λιαντίνη.
Ειρήνη Μανδηλαρά.
Εξαντλημένο