«Είμαι πλέον πεπεισμένος πως η αθανασία σας προέρχεται από τις ανθρωποθεσίες που κάνατε στα ποιήματά σας. Όχι, κύριε Έλιοτ, δεν είπα ανθρωποθυσίες, αλλά ανθρωποθεσίες. Στους πλίνθινους στίχους σας έχουν εγκιβωτιστεί ανθρώπινες υπάρξεις. Άλλες εν γνώσει τους κι άλλες χωρίς να γνωρίζουν την παθολογική «έκκριση» της ποίησής σας». […]
(Από το επίμετρο του μεταφραστή)
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
είμαστε οι παραφουσκωμένοι άνθρωποι
γέρνοντας μαζί
κάσκες παραγεμισμένες με άχυρο. Αλίμονο!
Οι εξαντλημένες μας φωνές όταν
μαζί ψιθυρίζουμε
είναι βουβές κι άσκοπες
όπως ο αέρας στο ξερό χορτάρι
ή τα πόδια των ποντικών πάνω σε σπασμένα γυαλιά
στο ξηρό μας το κελάρι
Μορφή δίχως φόρμα, σκιά δίχως χρώμα,
δύναμη παραλυμένη, χειρονομία δίχως νεύμα·
Εκείνοι που διέσχισαν,
με το βλέμμα ευθύ, του θανάτου την άλλη Βασιλεία
μας θυμούνται –όπως ήμασταν– όχι σαν χαμένες
λυσσαλέες ψυχές, αλλά μοναχά
σαν τους κούφιους ανθρώπους
τους παραφουσκωμένους ανθρώπους.