Ένα ταλαίπωρο ποντίκι φοβάται υπερβολικά τις γάτες. Όταν η κατάστασή του φτάνει στο απροχώρητο και τίποτα άλλο δεν μπορεί πια να τον βοηθήσει, ακολουθώντας τη συμβουλή ενός ειδικού, βγάζει διαβα-τύριο, αγοράζει εισι-τύριο και ξεκινάει ένα πρωί για την ονειρεμένη Χώρα χωρίς Γάτες όπου οι τυρόπιτες είναι αφράτες και νόστιμο τυρί γεμάτες. Ταξιδεύει με αερόστατο, με φορτηγό, κάρο, μαούνα και θαλαμηγό, πέρασε από τη Φομφάη, το Πιπερού και τη Βαραδουάη, αλλά, όταν φτάνει στη Χώρα χωρίς Γάτες, μια τρομερή απογοήτευση το περιμένει. Η Χώρα χωρίς Γάτες είναι γεμάτη φάκες. Το ποντίκι, όμως, δεν το βάζει κάτω. Είναι αποφασισμένο να ανακαλύψει τη μακρινή, απρόσιτη και ονειρεμένη Χώρα χωρίς Φάκες και χωρίς Γάτες. Το όνειρό του πραγματοποιείται, όχι όμως ακριβώς όπως το περίμενε.
Πάει μια μέρα στο γιατρό
και με δάκρυα του λέει:
Γιατρέ μου, δεν μπορώ!
Έχω μια φοβία!
Νιώθω φρίκη κι αγωνία
όταν η γάτα αγριεμένη
με στριμώχνει στη γωνία
όταν κάνω από το ράφι
με το γιαούρτι να πηδήξω,
«Θα σου κάνω!» μου φωνάζει,
«Θα σου δείξω!»
ή όταν του καλού καιρού
κοιμάμαι, με ξυπνάει
και μου λέει:«Πάμε, φίλε!
Τελειώσανε τ’ αστεία,
δε μ’ αρέσει η νηστεία!
Και να ‘ταν μόνο αυτό
το μαρτύριό μου το φριχτό;
Νιώθω φρίκη ακόμα
και μου ‘ρχεται η ψυχή
στο στόμα, άμα τύχει
να δω της γάτας το νύχι
το μεγάλο και γαμψό!