Του έδωσε το βιβλίο του να της γράψει αφιέρωση
το πήρε (προσποιούμενος αδιαφορία) με αργές κινήσεις
αλλά πρόλαβε ν’ αφήσει ένα χάδι στο χέρι της.
Κανείς δεν το πρόσεξε.
Καθώς έγραφε την αφιέρωση συνοφρυωμένος
(λες και η αγάπη του είχε στήσει τρελό χορό
και προσπαθούσε να την τιθασεύσει σμίγοντας τα φρύδια)
μερικά ροδοπέταλα έπεσαν πάνω στις σελίδες.
Κανείς δεν τα είδε.
Της έδωσε το βιβλίο του με τις πολύτιμες λέξεις του
κοιτάζοντάς την στα μάτια.
«Αυτό που σου έγραψα θα σε εκπλήξει!»
Το πήρε και απομακρύνθηκε διακριτικά
σχεδόν αθόρυβα -σίγουρα βιαστικά-
ενώ η μουσική είχε αρχίσει να παίζει.
Κανείς δεν την άκουσε.
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε.
Το μυαλό του έτρεξε να την προλάβει
-να την καληνυχτίσει μ’ ένα φιλί έστω-
μα ήταν κιόλας τόσο μακριά.
Σ’ ένα παγκάκι στον πεζόδρομο της Μασσαλίας
κόπασε ο άνεμος και άνοιξε το βιβλίο.
Διάβασε: «Στην πολυαγαπημένη μου Ελένη
που η καρδιά μου κρατά μέσα της
σαν θησαυρό, σαν δώρο, σαν μυστικό, σαν αμαρτία
με όλη μου την αγάπη κι ένα μεγάλο Συγνώμη
που φάνηκα τόσο δειλός.»
Ένας γλάρος πέταξε ενώ έσκουζε με εκκωφαντική φωνή
γιατί στον ορίζοντα δεν υπήρχε θάλασσα.
Μόνο άτσαλα βαλμένες πέτρες
σ’ έναν πεζόδρομο που δεν άντεχε την αγάπη.
[Από την ποιητική της συλλογή
«Μοιραία Συνάντηση (Παραμύθι σε 90 σκηνές)»
Εκδόσεις Ελευθερουδάκης]