Την περίοδο του Εµφυλίου πολέµου στη Μακρόνησο κατοικεί η ωµή βία, ο τρόµος, η απελπισία. Στον αριθµό Μηδέν της οδού Αβύσσου δε µένουν όµως µόνο «δήµιοι» και θύµατα· σ’ αυτή την κοινωνία της παράνοιας ανήκει και ο ασυµβίβαστος ιδεολόγος, ο µικροαπατεώνας, ο περιθωριακός που κάνει τον βασανιστή, αλλά και ο ψευτοδιανοούµενος «ανανήψας» που απαγγέλλει παθιασµένα ποίηση στους παλιούς συντρόφους του…
«Η φρίκη της Μακρόνησος δε χωράει σε βιβλία. Διαβάζεται µόνο µες στα µάτια των τρελών της. Μόνο τ’ αυτιά του Λαυρίου πρόφτασαν στην αρχή ν’ αρπάξουν κάτι ξεφτίδια απ’ τις φωνές…
Στην αρχή, γιατί αργότερα ράγισαν κι αυτά και δεν άκουαν πια τίποτα. Κι έτσι απόµειναν µόνο οι σκύλοι –µε το προφητικό τους ένστικτο– να σκορπούν απ’ τους καρβουνοσωρούς τις οιµωγές τους, σα µαύρουςχρησµούς που έβγαιναν απ’ τα σπλάχνα του προαιώνιου ζώου».
Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου.
Όχι οδός Αβύσσου, αριθµός Μηδέν.
Οδός Ανθρώπου, αριθµός 1.
Δε χρειάζεται να χτυπήσεις.
Η πόρτα ανοιχτή. Μπορείς να µπεις.
Μ’ αναµµένο το φανάρι της καρδιάς µου µες στη νύχτα
φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα.
Περάστε, αδέρφια. Το σπίτι του όλους µάς χωράει.
Εδώ µένει ένας άνθρωπος που καίγεται απ’ τον ήλιο της καρδιάς του
Γιάννης Ρίτσος, Απρίλης 1955, Απόσπασµα από ποίηµααφιερωµένο στον Μενέλαο Λουντέµη,