«Αν πήγαινες πρωί στη Νοβένα, δε θα αργούσες να νιώσεις τη στενή σχέση της ιδιοκτήτριάς της µε τα φυτά και µε τον κήπο σαν εργαστήριο και σαν ιερό χώρο… (Η υποµονή, Μιγέλ, αυτή είναι η µητέρα της κηπουρικής, πρέπει να έχεις πολλή υποµονή. Όπως και για να κάνεις επανάσταση, της απάντησε εκείνος µ’ ένα περιπαιχτικό χαµόγελο.)»
Κατά τη διάρκεια µιας διαδήλωσης ενάντια στη δικτατορία του Πινοτσέτ, ο φοιτητής Μιγέλ Φλόρες συλλαµβάνεται και οδηγείται στο κρατητήριο. Λίγες µέρες µετά τον εκτοπίζουν σε µια αγροτική περιοχή κοντά στην πρωτεύουσα, αλλά µακριά από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Εκεί, είναι υποχρεωµένος να παρουσιάζεται στο φυλάκιο των καραµπινιέρων σε καθηµερινή βάση και διαπιστώνει ότι η παρουσία του γεννά φόβο και µίσος στους ντόπιους. Η µόνη που εντέλει θα καλοδεχτεί τον νεαρό εξόριστο, βάζοντας τέλος στη µοναξιά του, είναι η δόνια Αµέλια, γυναίκα µέσης ηλικίας, χήρα και ιδιοκτήτρια µιας φάρµας µε το όνοµα Λα Νοβένα. Του ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της και τον φέρνει σε επαφή µε την κουλτούρα ενός κόσµου που αντιπροσωπεύει ό,τι ο νεαρός άνδρας απεχθάνεται περισσότερο στην κοινωνία. Ο Μιγέλ, σταδιακά, χάρη στη σχέση που αναπτύσσει µε την Αµέλια, θέτει υπό αµφισβήτηση τις προκαταλήψεις του. Η βαθιά επιθυµία του να τη µισήσει µετατρέπεται σε έλξη και σ’ έναν µόνιµο δεσµό. Όµως η µοίρα και η πολιτική δράση του Μιγέλ θα επιφέρουν µια οδυνηρή, ανεπανόρθωτη και για τους δυο, ανατροπή.
Μια συγκινητική ιστορία µε την οποία η Μαρσέλα Σερράνο µάς εισάγει στον συναισθηµατικό κόσµο των γυναικών που έχουν έρθει αντιµέτωπες µε τον σπαραγµό της προδοσίας – που έχουν προδοθεί µα και έχουν προδώσει.