Το βιβλίο αυτό του Γιάροσλαβ Χάσεκ αποτελεί το σήμα κατατεθέν της Τσεχικής λογοτεχνίας. Είναι ένα πανέξυπνο ψυχογράφημα και παράλληλα ένα ξεκαρδιστικό αντιπολεμικό αριστούργημα. Ο μποέμ αναρχικός Χάσεκ συνδυάζοντας το εκθαμβωτικό τούτο παγκόσμιο έργο με τη διάτρηση μίας καυστικής σάτιρας πετυχαίνει να μας χαρίσει μια απολαυστική κι ωστόσο απερίσκεπτα ανατρεπτική απεικόνιση της ματαιότητας του πολέμου.
«…Αργότερα στο ψυχιατρείο ο Σβεϊκ μιλούσε και έλεγε καλά λόγια για τον εαυτό του και για τους άλλους τρόφιμους.-Λευτεριά. Κάνεις ότι σου καπνίσει χωρίς να δώσεις λογαριασμό σε κανένα. Κυλιέσαι, ουρλιάζεις, ξεγυμνώνεσαι, παραμιλάς, δαγκώνεις, χτυπάς και τέτοια. Αν όλα αυτά κάποιος τα έκανε στο δρόμο θα΄ταν περίεργα και παράξενα και τρελά. Στο ψυχιατρείο θεωρούνται πολύ φυσικά. Ούτε..ούτε στα όνειρά τους οι σοσιαλιστές είδαν τέτοιου είδους λευτεριά. Μπορεί να έισαι ο Θεός, διάβολος, Παναγιά, Πάπας, Ναπολέοντας, Βασιλιάς, Αυτοκράτορας, Άγιος…Είναι γιομάτος ο παράδεισος από όλους αυτούς και απ όλες τις ιδέες…»
Ποιος είναι ο καλός στρατιώτης Σβέικ; Επιτυχημένος πωλητής κλεμμένων σκύλων στη πολιτική του ζωή ο Σβέικ αλλά κι ένας Τσέχος στρατιώτης που παριστάνει τον καλοκάγαθο και τον ανόητο για να τα φέρει βόλτα με τους ανωτέρους του. Υποκρίνεται να συμφωνεί με τον οποιοδήποτε τον συναναστρέφεται, ειδικά αν αυτός που του απευθύνεται είναι ανώτερος του αξιωματικός. Ο Σβέικ κάνει πάντα «διπλή συζήτηση», αλλά η ειρωνεία που διαπνέει τις παρατηρήσεις του γίνεται πάντοτε αντιληπτή. Δείχνει πάντα πως αγωνίζεται απελπισμένα να φτάσει στο μέτωπο προτάσσοντας τον μεγάλο πατριωτισμό του και την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση του στη Μοναρχία, όταν είναι σαφές πως οι πράξεις του εμποδίζουν την επίτευξη του ανακηρυγμένου στόχου του. Ο ήρωας παρά τις παράλογες ενέργειες του και την απρόβλεπτα ανόητη συμπεριφορά του τοποθετείται από τον συγγραφέα σε μία ρεαλιστική Αυστροουγγρική κοινωνία, γεμάτη εθνοτικές διαιρέσεις, διεφθαρμένη στρατιωτική γραφειοκρατία και έναν λαό τρομοκρατημένο από τον επικείμενο πόλεμο. Ο Χάσεκ δώρισε στον Σβέικ πολλές από τις προσωπικές του εμπειρίες συμπεριλαμβανομένων της φυλάκισης του, των ταξιδιών του και τις εμπειρίες της πρώην εργασίας του ως πωλητής σκύλων. «Οι σπουδαίοι καιροί απαιτούν σπουδαίους άνδρες» ήταν το ειρωνικό σχόλιο του Χάσεκ για τον Σβέικ. Ενώ πολλοί άνθρωποι γύρω του πέφτουν θύματα του στρατιωτικοαστυνομικού κατεστημένου κι οι νέοι προσπαθούν πολύ να τραυματιστούν για να αποφύγουν να σταλούν στον πόλεμο, ο μεγάλος άνδρας Σβέικ είναι η κωμική εξαίρεση από όλους τους υπόλοιπους που υποφέρουν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο καλός στρατιώτης Σβέικ αποτελεί μία σαρωτική απεικόνιση της καταπιεστικής κοινωνίας κι είχε τόση μεγάλη επιρροή που παραλλαγές της λέξης σβέικ υιοθετήθηκαν στα Τσέχικα λεξικά, για να υποδηλώσουν την ιδιαιτερότητα και τον στρατιωτικό παραλογισμό.
Ο Τσέχος συγγραφέας Άρνοστ Λούστιγκ δήλωσε πως, σε ένα Νεοϋορκέζικο πάρτυ περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Τζόζεφ Χέλλερ του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν θα μπορούσε να γράψει το Catch-22 χωρίς να διαβάσει πρώτα το υπέροχο αυτό έργο του Χάσεκ. Στην πικρά αστεία ιστορία του Χάσεκ, μία τρελή κρατική γραφειοκρατία παγιδεύει έναν άτυχο στρατιώτη – με τον ίδιο ακριβώς τρόπο παγιδεύεται και ο ήρωας του Χέλλερ, Γιοσάριαν. Ο Μπρέχτ επαινούσε συχνά το μυθιστόρημα και το ενέταξε σε ένα θεατρικό του έργο στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο μεγάλος κωμικός ηθοποιός Πήτερ Σέλλερς χρησιμοποίησε αποσπάσματα από τον Σβέικ στην ταινία του A Shot in the Dark. Στο χωριό του Χάσεκ το Lipnice προς τιμήν του οργανώνεται σε ετήσια βάση σατιρικό φεστιβάλ. Ο αντι-ήρωας Σβέικ έχει γίνει κινηματογραφική ταινία, θεατρικό έργο, όπερα, μιούζικαλ και …νονός του αστεροειδούς 7896 που φέρει το όνομα του!
“«Ο πατριωτισμός, η πίστη στο καθήκον και η αυτοθυσία, αυτά είναι τα αληθινά όπλα στον πόλεμο!» Το θυμίζω ειδικά σήμερα στον εαυτό μου, σήμερα που ο στρατός μας θα περάσει σύντομα τα σύνορα”. Ίσαμε εδώ υπαγόρεψε ο άρρωστος Χάσεκ τις περιπέτειες του καλού στρατιώτη Σβέικ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μόλις 39 ετών υπέρβαρος κι αλκοολικός Χάσεκ πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 3 Ιανουαρίου του 1923. Το έργο παραδόθηκε ημιτελές και δημοσιεύτηκε αργότερα τον ίδιο χρόνο. Στα 1925 το έργο χαρακτηρίστηκε ιδιαιτέρως προκλητικό κι αφαιρέθηκε από τις Τσεχοσλοβάκικες στρατιωτικές βιβλιοθήκες. Η Γερμανική του μετάφραση κάηκε στις Ναζιστικές φωτιές του 1933. Στα αγγλικά μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1930 με την εκπληκτική εικονογράφηση του ζωγράφου και καρτουνίστα Τζόσεφ Λάντα. Έως το 2013 είχε μεταφραστεί σε 58 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελληνικής. Στα Ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νίκας (μτφ Ασημίνας Βουρδάμη) , Μίνωας (μτφ Δημήτρη Καραδήμα/παιδική έκδοση), Αλφειός (μτφ Ρενέ Ψυρούκη) και Ύψιλον (μτφ.Δημήτρη Πιατά/θεατρικό).
Ειρήνη Μανδηλαρά.