«-Πάρε στο τηλέφωνο τη Χωροφυλακή, είπε ο Μπέκας ανυπόμονα. Ως το απόγευμα θέλω να έχεις νέα.
Βγήκε από το γραφείο του σκυθρωπός. Δεν αγαπούσε τις υποθέσεις που θύμιζαν μυθιστορήματα κι ένιωθε τον εαυτό του λίγο γελοίο που έδινε σημασία σε τέτοιες φανταστικές λεπτομέρειες. Ντρεπόταν τώρα για την εντολή που έδωσε στον βοηθό του. Τι δουλειά είχε στο τρένο της Θεσσαλονίκης ο άνθρωπος με το άσπρο κοστούμι; Και, επιτέλους, υπήρχε πραγματικά ένας άνθρωπος με άσπρο κοστούμι;
Ποτέ στα τριάντα χρόνια της καριέρας του ο αστυνόμος Μπέκας δεν είχε εκνευριστεί τόσο πολύ. Ένιωθε πως τον κορόιδευαν. Πως υπήρχε ένα φάντασμα που έπαιζε μαζί του. Κι αυτό το φάντασμα φορούσε ένα λευκό κοστούμι.
‘Ηταν ο τέταρτος θάνατος, κι αυτός ο θάνατος ετούτη τη φορά δεν ήταν ούτε “αυτοκτονία” ούτε “δυστύχημα”. Ήταν ένας καθαρός φόνος με πιστόλι, αλλά φόνος απόλυτα νόμιμος».
Ο 13ος ΕΠΙΒΑΤΗΣ του Γιάννη Μαρή πρωτοδημοσιεύτηκε το 1962 σε 129 συνέχειες στην Απογευματινή, με εικονογράφηση του Μ. Γάλλια, και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1971 από τις βραχύβιες εκδόσεις “Περγαμηνή”. Έκτοτε, αν και είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του πολυγραφότατου συγγραφέα, δεν ξανακυκλοφόρησε. Οι Εκδόσεις Άγρα ξεκινούν με τον 13ο επιβάτη μια σειρά εκδόσεων “χαμένων” κειμένων του “πατέρα” του ελληνικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Οι δύο μεγάλες υποθέσεις του αστυνόμου Μπέκα ήταν το “Έγκλημα στο Κολωνάκι” και η περίπλοκη υπόθεση κληρονομιάς στον “13ο επιβάτη”. “Ο 13ος επιβάτης” είναι το πιο τυπικό έργο του Μαρή με ήρωα τον Μπέκα. Η υπόθεση της μεγάλης κληρονομιάς “ήταν η σοβαρότερη και η χειρότερη υπόθεση που ανέλαβε στα τριάντα χρόνια της αστυνομικής του ζωής. Μια υπόθεση στην οποία απέτυχε”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Αν ήθελα να συνοψίσω τον Γιάννη Μαρή, θα έλεγα πως σχημάτισε ένα σταυρόλεξο μυστηρίου και αγωνίας γύρω από ερωτικά και άλλα εγκλήματα που απορρέουν από την εισδοχή των ασήμαντων ή κάλπικων στον κόσμο της πολυτέλειας· ένα σταυρόλεξο ή ένα θέατρο σκιών που εκθέτει, αποκαλύπτει, αλλά και ικανοποιεί στο έπακρο τις ανομολόγητες ηδονοβλεπτικές ορέξεις και τις μικροαστικές εμμονές της εποχής του γύρω από τον πλουτισμό, την ανδροπρέπεια, το σεξ”. (ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ)
“Ο Μαρής είναι τυπικά Έλληνας. Παίρνει τη ζωή όπως τη βρίσκει, ένα ελκυστικό και γοητευτικό μείγμα, όπου η ευτυχία και η λύπη, η αγάπη και ο πόθος, η ομορφιά και η ασχήμια συμπλέκονται και συνυπάρχουν. Αυτή την πολύμορφη όψη της ζωής πρέπει να την δεχτούμε έτσι όπως είναι. Ο Μαρής την περιγράφει όπως τη βρίσκει δίχως υπερβολές ή επιφυλάξεις. Είναι συχνά συγκινητικός, κάποτε αισθηματικός, ποτέ ηθικολόγος”. (J.H. HARRISON, o Ιρλανδός μεταφραστής του Γ. Μαρή )