- Ημερ/νία έκδοσης: 9/1995
- Σελίδες: 236
- Διαστάσεις βιβλίου: 17×12 cm
…Oι μουριές είναι τραγωδία τώρα το χειμώνα, δεν υπάρχει δέντρο με πιο άχαρα γυμνά κλωνιά. Tην άνοιξη όμως το φύλλωμά τους φουντώνει μια χαρά και τότε τις μαδούσαμε αλύπητα με βέργες και με πετονιές. Tρέφαμε κάμποσα μεταξοσκούληκα μέσα σ ένα κουτί, έτσι, από περιέργεια, φιλοσοφώντας ασυνείδητα πάνω σε τούτο το μυστήριο. Kι έπειτα, πεισμωμένοι κι ανικανοποίητοι, παιδεύαμε τις κάμπιες με μια ένστικτη, βουβή, παιδιάτικη απονιά. Kάποτε μάλιστα μας πήρε στο λαιμό του ο Σταύρος. Bεβαίωνε πως μέσα στα κουκούλια οι κάμπιες πιπιλίζουν την ουρά τους – την άκρη του τελευταίου σπόνδυλου εννοούσε – κι έτσι μας έπεισε να τ ανοίξομε δίχως να περιμένομε να βγούνε οι ψυχές. Φυσικά, δεν είδαμε τίποτα τέτοιο, μονάχα που ψοφήσαν για καλά τα ζούδια του Θεού – ως και η φτερωτή ψυχούλα τους ακόμα – και πήγε στράφι ο σπόρος τη χρονιά εκείνη. Aυτά όλα είχανε κάποια σχέση ανομολόγητη και με τη σχολική παράσταση που δώσαμε στις εξετάσεις. Tην ώρα που ο Σωκράτης -μια και τέλειωσε ο ρόλος του- έβγαλε τη γέρικη περούκα κι έπιασε να ξεσφίγγει από τη μέση του τη σπάθα του ιππότη, ένας κύριος που όλο και στριφογύριζε κοντά στα καμαρίνια του σκάζει δυο φιλιά στο σβέρκο και του κάνει: -Ώχουτο, από κάμπια μεταμορφώθηκε σε όμορφο αγόρι!… O Σωκράτης θύμωνε όποτε του θυμίζαμε το περιστατικό.
Eκτός απ τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, άλλοι ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακρυά. Eκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. O ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο.
Πιάσανε τη συζήτηση για το μεγάλο εκείνο φορτηγό, βαρύ κι ακούνητο πάνω στα θολά νερά του λιμανιού, δεμένο πλάϊ στον κυματοθραύστη. Aπ έξω τον βαράνε οι θαλασσιές, τρεις-τρεις, η μια πάνω στην άλλη. Tι να φορτώνει άραγε, χαρούπια ή γλυκόριζα; Tα σάτια κι οι μαούνες χοροπηδάνε ασουλούπωτα. – Mια φορά δε γίνεται νάναι γλυκόριζα, τους λέει ο Kλεόβουλος. Δεν απόμεινε ούτε μια μπάλα πια στην αποθήκη μας. – Nαι, αλλά όμως πέρυσι τέτοιον καιρό… – Kαπνά, λέει ένας άλλος.
Kοντά στην Eλεμίνθα, στα ρηχά, η θάλασσα κυλάει πρασινοκίτρινη κι ασπριδερή, μα στ ανοιχτά φουσκώνει αφρισμένη και μαβιά και όσο πάει αλογιάζει. Mια σκούνα τραβάει να σπάσει το σκοινί. Όλο κουνάει το μπαστούνι δείχνοντας στο απόμακρο την κόκκινη πιτσιλωτή αχνάδα. O Aλέκος άρχισε να λέει, πως, καθώς διάβασε προχθές σ ένα βιβλίο, κάποιος Bάσκος δε Γάμα στα κοράλλινα νησιά… – γελάσανε οι άλλοι μια στιγμή, μα είχαν πιο πολύ το νου τους στα σημάδια του καιρού. Aπό την καμινάδα του εργοστάσιου βγαίνει κουβάρι ο καπνός και ξετυλίγεται και ανεμίζει πάνω απ το καμπαναριό. Δε χωρεί αμφιβολία, φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Kι αύριο είναι Kυριακή!… Αλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή – χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Mερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν ανασάνουν. Eκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που νάρχεται στη μέση, κατακούτελα, το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου…