Ο Henry Chinaski αυτοαποκαλείται συγγραφέας και ζει τη ζωή του μακριά από τους κοινωνικούς κανόνες και τις συμβατικές αξίες. Αλλάζει τις δουλειές σαν τα πουκάμισα χωρίς να νοιάζεται, έχοντας την επικείμενη, χαλαρωτική βεβαιότητα ότι θα απολυθεί αργά ή γρήγορα. Δεν γνωρίζει σχεδόν ποτέ τι ώρα είναι και βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση του ποτού και των γυναικών. Κρατά τις δουλειές ίσα ίσα για να συντηρεί των εαυτό του θέλοντας να κάνει συγγραφική καριέρα, αλλά η άσωτη ζωή του τον αποσπά συνεχώς από το να γράφει έστω και λίγες γραμμές. Ο Chinaski από τη μία απορρίπτει την ευθύνη ή τη δέσμευση οποιουδήποτε είδους και παραδόξως από την άλλη, είναι σε μία διαρκή διαμάχη και εξάρτηση για την επόμενη διαθέσιμη δουλειά. Παρά την απόρριψη του συμβατικού τρόπου ζωής και την περιφρόνησή του για τον άνθρωπο-εργάτη που θυσιάζει το χρόνο και τη ζωή του για να επιτύχει τα όνειρα κάποιου άλλου, ο Chinaski φαίνεται να διακατέχεται από μία βαθιά επιθυμία για την εξασφάλιση μιας κανονικής ζωής. Είναι υπεράνω όλων αυτών που ανησυχούν για την υποθήκη τους, που προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο ασφαλιστικό πρόγραμμα, που πράττουν τα μέγιστα για να υποστηρίξουν την οικογένεια τους ή για να ευχαριστήσουν το αφεντικό τους. Κάτω από την κραυγαλέα περιφρόνησή του παρόλα αυτά υποβόσκει ένας θαυμασμός και η λαχτάρα για μια νορμάλ και τακτική ζωή. Ο εσωτερικός αυτός αγώνας είτε είναι άγνωστος, είτε αγνοείται από τον Chinaski. Πως θα μπορούσε ποτέ αυτός να ενταχθεί στην απλότητα και στην ασφάλεια μίας κανονικής ζωής; Η συγκαλυμμένη εκτίμηση του για τους συνηθισμένους ανθρώπους δεν τον εμποδίζει από το να τους περιφρονεί, να τους ειρωνεύεται και να τους υβρίζει. «Αυτοί οι άνθρωποι είναι μαλάκες, μαλάκες! Δεν έχουν νοημοσύνη! Δεν ξέρουν πώς να σκεφτούν! Φοβούνται το μυαλό! Είναι άρρωστοι! Είναι δειλοί! Δεν είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι όπως εσείς και εγώ!».
1940. Ο Chinaski, μόνιμα άνεργος κι αλκοολικός, έχοντας πρόσφατα αφήσει τη Νέα Ορλεάνη περιπλανιέται στους δρόμους του Λος Άντζελες ψάχνοντας να βρει τη δουλειά που δεν θα μπει ανάμεσα σε αυτόν και τη πρώτη του αγάπη. Τη συγγραφή. Απορρίπτεται συνεχώς από το μοναδικό εκδοτικό οίκον που σέβεται, αλλά η απόρριψη αυτή τον πεισμώνει να συνεχίσει τη προσπάθεια, γιατί είναι σίγουρος ότι είναι καλύτερος από όλους τους συγγραφείς που ο οίκος εκδίδει! Η σχέση του με τους γονείς του είναι κάκιστη κι έτσι γρήγορα εγκαταλείπει το πατρικό του και τη γενέτειρα του και φτάνει στη Νέα Υόρκη που μισεί. Αφού αλλάξει πολλές δουλειές, κάτι που τον εξαντλεί ψυχικά και σωματικά, μετακομίζει εκ νέου στη Φιλαδέλφεια. Η επόμενη μετακίνηση του τον οδηγεί στο Σαίντ Λιούις. Ο βαρύς του χειμώνας τον οδηγεί στην κατάθλιψη αλλά και στον πρώτο του λογοτεχνικό θρίαμβο. Ένα short story του πωλείται σε ένα αναγνωρισμένο περιοδικό. Ο Henry βρίσκει μία σχετική ευτυχία πιάνοντας απροσδόκητους φίλους, μπαινοβγαίνοντας σε συμμορίες, πίνοντας ασταμάτητα, δείχνοντας πάντα γενναιοδωρία με τα μέτρια κέρδη του, κάνοντας σεξ με πολλές γυναίκες και καταφέρνοντας να βγαίνει σχετικά εύκολα από τις φυλακές. «Σηκώθηκα και επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Το φεγγαρόφωτο ήταν λαμπερό. Τα βήματά μου ηχούσαν στον άδειο δρόμο και φάνηκε σαν κάποιος να με παρακολουθεί , κοίταξα ένα γύρω. ‘Έκανα λάθος. Ήμουν ολομόναχος.»
Ο factotum Henry Chinaski είναι το alter ego του Charles Bukowski κι η φευγάτη, «βρώμικη» αυτοβιογραφική του προσπάθεια. Ήταν λοιπόν ο Bukowski ένας factotum; «ένα άτομο που έχει πολλές διαφορετικές δραστηριότητες ή ευθύνες» ή όπως εναλλακτικά η λέξη ορίζεται «ένας γενικός υπάλληλος».; Ο Henry Chinaski σαφέστατα είναι. Και δεν του αρέσει καθόλου. «Πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος να απολαύσει να ξυπνάει στις 6:30 το πρωί από ένα ξυπνητήρι, να βγαίνει από το κρεβάτι, να ντύνεται, να τρώει με το ζόρι, να χέζει, να κατουράει, να βουρτσίζει τα δόντια και τα μαλλιά του και να ταλαιπωρείται στην κυκλοφορία για να φτάσει σε ένα μέρος όπου ουσιαστικά να βγάζει πολλά χρήματα για κάποιον άλλο και να πρέπει να είναι κι ευγνώμον για την ευκαιρία που του δόθηκε να το κάνει αυτό;»
Η νουβέλα Factotum πρωτοεκδόθηκε το 1975 από τον Black Sparrow Press και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2005 σε σκηνοθεσία του Bent Hamer με πρωταγωνιστές τους Matt Dillon, Lily Taylor και Marisa Tomei. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο με τον τίτλο «Άνθρωπος για όλες τις δουλειές». To Factotum είναι … ενοχλητικό. Μας θυμίζει το πόσο ο επαναστατικός, περιθωριακός Bukowski γνωρίζει τη άσχημη, λασπώδη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και της άθλιας ζωής. Μας φέρνει ένα αίσθημα ανησυχίας η- πολλές φορές- μισανθρωπική άποψη του κι η ικανότητα του να τη περιγράφει τόσο σκληρά και ρεαλιστικά. Ωστόσο αυτό το απολαυστικά εκφυλισμένο μυθιστόρημα του Bukowski θεωρείται ένα από τα καλύτερα και τα πιο ενδιαφέροντα του έργα κι αξίζει να διαβαστεί. Ο μεταμορφωμένος μύθος του Charles Bukowski συνεχίζει να αυξάνεται. Το Factotum είναι μια εντυπωσιακά ζωντανή υποκίνηση της αργού ρυθμού «χαμηλής» ζωής και του αλκοολισμού, και μια εξαιρετική εισαγωγή στον φανταστικό κόσμο του συγγραφέα του.
Ο Heinrich Karl Bukowski γεννήθηκε στο Άντερναχ της Γερμανίας, στις 16 Αυγούστου του 1920. Η Γερμανίδα μητέρα του, Καταρίνα Φεττ, και ο πατέρας του, Χένρυ Μπουκόφσκι, Αμερικανός στρατιώτης πολωνικής καταγωγής, γνωρίστηκαν κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής στη Γερμανία, στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1922, το ζευγάρι και ο μικρός Τσαρλς μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και εγκαταστάθηκαν στο Λος Άντζελες. Από το 1939 έως το 1941 παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας στο Los Angeles City College. Το 1941 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να γίνει συγγραφέας. Ωστόσο, το εγχείρημά του δεν απέδωσε… Το 1944, δημοσίευσε την πρώτη του ιστορία «Aftermath of a Lengthy Rejection Slip» στο περιοδικό «Story» και επέστρεψε στο Λος Άντζελες. Το έργο του σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, περιλαμβάνει περισσότερα από σαράντα πέντε βιβλία ποίησης και πρόζας καθώς και μυθιστορήματα. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δώδεκα γλώσσες. Πέθανε από λευχαιμία το Μάρτιο του 1994, στο αγαπημένο του Λος Άντζελες, περιβεβλημένος τον μανδύα ενός μεγάλου συγγραφέα.
Ειρήνη Μανδηλαρά