Η «απαγορευμένη γνώση» είναι το κομμάτι της παιδικής ηλικίας που οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ξεχνούν. Για πολλούς, θα μείνει διά βίου αθέατο, καταχωνιασμένο στις σκοτεινές περιοχές του ασυνειδήτου. Οι γονείς παραμένουν στο απυρόβλητο, δεν κατηγορούνται ευθέως, κανείς δεν τους θέτει προ των ευθυνών τους. Ό,τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι ιδιωτική υπόθεση, κάτι που δεν αφορά τους άλλους, το κοινωνικό σύνολο. Κι όμως, γράφει η Miller, η παιδική κακοποίηση αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αποσιωπώντας το πρόβλημα, ένα φαινόμενο συχνό και υπαρκτό, όπως δείχνουν οι στατιστικές, καταδικάζουμε το μέλλον όλων μας. Οι γονείς έχουν ευθύνη, τα παιδιάέχουν δικαιώματα και το πρόβλημα έχει λύση. Παίρνοντας απερίφραστα το μέρος των παιδιών και υπερασπιζόμενη τα δικαιώματά τους, η Alice Miller κατηγορεί ανοιχτά στο βιβλίο αυτό την ψυχανάλυση, ένα πεδίο στο οποίο εργάστηκε για περισσότερα από 20 χρόνια, για τη διαιώνιση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης. Συγκεκριμένα, η Miller διαπιστώνει την έλλειψη ειλικρίνειας και σθένους των ψυχοθεραπευτών να απαλλαγούν από την εξιδανικευμένη εικόνα των γονέων, να δουν κατάματα τα ψυχικά τραύματα τόσο της δικής τους παιδικής ηλικίας όσο και εκείνης των ασθενών τους και να πάψουν να ενθαρρύνουν την απώθηση των παιδικών τραυμάτων και των εγκλημάτων που ασκούν οι γονείς εις βάρος των παιδιών. Παραθέτοντας συνταρακτικά στοιχεία από στατιστικές, η συγγραφέας τονίζει ότι η παιδική κακοποίηση αποτελεί φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο, και διαπράττεται αθέατα, στο προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον και με τη σιωπηλή αποδοχή της κοινωνίας. Κεντρικό επιχείρημα της Miller είναι ότι τόσο οι ψυχοθεραπευτές όσο και οι γονείς, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι γιατροί, παραμένουν τυφλοί απέναντι στη βία –σωματική ή ψυχολογική– που ασκείται στα παιδιά, επειδή δεν έχουν καταφέρει να συνειδητοποιήσουν και να βιώσουν τα δικά τους παιδικά τραύματα. Η Miller στηρίζει τις θέσεις της με πλήθος παραδειγμάτων και μαρτυριών που αναφέρονται στη σωματική τιμωρία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την αιμομιξία, ακόμη και την περιτομή, μορφές κακομεταχείρισης που συχνά δικαιολογούνται ως απαραίτητα μέτρα διαπαιδαγώγησης, ή ως σεξουαλική μύηση, ή ακόμη και ως απαραίτητη ιατρική πρακτική. Επίσης, αναλύει λογοτεχνικά έργα συγγραφέων όπως ο O’Neill, ο Kafka, ο Arthur Miller, τα οποία τελικά υποβιβάζουν τη σοβαρότητα της παιδικής κακοποίησης προς όφελος της οικογενειακής ενότητας και της διατήρησης μιας άμεμπτης εικόνας των γονέων. Προκειμένου να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος βίας ή κακομεταχείρισης, απώθησης και μεταβίβασης των ίδιων σφαλμάτων από γενιά σε γενιά, η συγγραφέας προτείνει έναν νέο τρόπο θεραπείας που βοήθησε και την ίδια να ξεπεράσει τις πληγές των παιδικών της χρόνων.
Η απαγορευμένη γνώση
17,04 €
Η «απαγορευμένη γνώση» είναι το κομμάτι της παιδικής ηλικίας που οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να ξεχνούν. Για πολλούς, θα μείνει διά βίου αθέατο, καταχωνιασμένο στις σκοτεινές περιοχές του ασυνειδήτου. Οι γονείς παραμένουν στο απυρόβλητο, δεν κατηγορούνται ευθέως, κανείς δεν τους θέτει προ των ευθυνών τους. Ό,τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του οικογενειακού περιβάλλοντος είναι ιδιωτική υπόθεση, κάτι που δεν αφορά τους άλλους, το κοινωνικό σύνολο. Κι όμως, γράφει η Miller, η παιδική κακοποίηση αποτελεί το μεγαλύτερο έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αποσιωπώντας το πρόβλημα, ένα φαινόμενο συχνό και υπαρκτό, όπως δείχνουν οι στατιστικές, καταδικάζουμε το μέλλον όλων μας. Οι γονείς έχουν ευθύνη, τα παιδιάέχουν δικαιώματα και το πρόβλημα έχει λύση.
Παίρνοντας απερίφραστα το μέρος των παιδιών και υπερασπιζόμενη τα δικαιώματά τους, η Alice Miller κατηγορεί ανοιχτά στο βιβλίο αυτό την ψυχανάλυση, ένα πεδίο στο οποίο εργάστηκε για περισσότερα από 20 χρόνια, για τη διαιώνιση του φαινομένου της παιδικής κακοποίησης. Συγκεκριμένα, η Miller διαπιστώνει την έλλειψη ειλικρίνειας και σθένους των ψυχοθεραπευτών να απαλλαγούν από την εξιδανικευμένη εικόνα των γονέων, να δουν κατάματα τα ψυχικά τραύματα τόσο της δικής τους παιδικής ηλικίας όσο και εκείνης των ασθενών τους και να πάψουν να ενθαρρύνουν την απώθηση των παιδικών τραυμάτων και των εγκλημάτων που ασκούν οι γονείς εις βάρος των παιδιών. Παραθέτοντας συνταρακτικά στοιχεία από στατιστικές, η συγγραφέας τονίζει ότι η παιδική κακοποίηση αποτελεί φαινόμενο ευρέως διαδεδομένο, και διαπράττεται αθέατα, στο προστατευμένο οικογενειακό περιβάλλον και με τη σιωπηλή αποδοχή της κοινωνίας.
Κεντρικό επιχείρημα της Miller είναι ότι τόσο οι ψυχοθεραπευτές όσο και οι γονείς, αλλά και οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι γιατροί, παραμένουν τυφλοί απέναντι στη βία –σωματική ή ψυχολογική– που ασκείται στα παιδιά, επειδή δεν έχουν καταφέρει να συνειδητοποιήσουν και να βιώσουν τα δικά τους παιδικά τραύματα. Η Miller στηρίζει τις θέσεις της με πλήθος παραδειγμάτων και μαρτυριών που αναφέρονται στη σωματική τιμωρία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την αιμομιξία, ακόμη και την περιτομή, μορφές κακομεταχείρισης που συχνά δικαιολογούνται ως απαραίτητα μέτρα διαπαιδαγώγησης, ή ως σεξουαλική μύηση, ή ακόμη και ως απαραίτητη ιατρική πρακτική.
Επίσης, αναλύει λογοτεχνικά έργα συγγραφέων όπως ο O’Neill, ο Kafka, ο Arthur Miller, τα οποία τελικά υποβιβάζουν τη σοβαρότητα της παιδικής κακοποίησης προς όφελος της οικογενειακής ενότητας και της διατήρησης μιας άμεμπτης εικόνας των γονέων. Προκειμένου να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος βίας ή κακομεταχείρισης, απώθησης και μεταβίβασης των ίδιων σφαλμάτων από γενιά σε γενιά, η συγγραφέας προτείνει έναν νέο τρόπο θεραπείας που βοήθησε και την ίδια να ξεπεράσει τις πληγές των παιδικών της χρόνων.
105 σε απόθεμα