Κομψότατος και σεβαστικός χαιρετισμός –με τα λόγια του ίδιου του ακαδημαϊκού: «αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτούς τους Μικρούς επειδή πάντα τους αγάπησα με βαθύ σεβασμό»– στη νέα γενιά.
Μερικοί θα τον βρουν υπεραισιόδοξο. Και όμως, έχοντας πάντα κατά νου τι γίνεται στην υπόλοιπη όλο και πιο δικτυωμένη οικουμένη, ας δούμε επιτέλους τι συμβαίνει και στα δικά μας τα λημέρια. Χώρια τους όλο και πιο ευρηματικούς ιστότοπους, σφύζουν αυτήν τη στιγμή το κέντρο αλλά και οι περιφέρειες από νεανικά hubs, συνεργατικούς/συνδημιουργικούς χώρους. Σφυρηλατούνται όχι μόνον νέες μορφές γνώσης, επικοινωνίας και ευφάνταστων παραγωγικών όπως και καταναλωτικών πρακτικών, αλλά και νέοι πολιτικοί θεσμοί που σύντομα θα πάρουν τη θέση των παλιών. Αυτών που εντελώς παραπειστικά συνεχίζουν, υποτίθεται, να επικρατούν, και που ο Serres τους παρομοιάζει με τ’ αστέρια που εξακολουθούμε να τα βλέπουμε να λάμπουν, ενώ οι αστρονόμοι μάς διαβεβαιώνουν πως έχουν προ πολλού πεθάνει. Διακεκριμένος επιστημολόγος ο Michel Serres, στηρίζει το επιχείρημά του στη δραστική αλλαγή του γνωσιακού και επιχειρησιακού παραδείγματος. Στην πιο κρίσιμη στιγμή θα εμπιστευθεί ωστόσο το λυτρωτικό ξέσπασμα της Κοντορεβιθούλας του:
«Δεν θέλουμε πια οι όμιλοί μας να πήζουν με το αίμα. Αχρείαστη για τις εικονικές ζωές μας –(και δεν ήταν δα λιγότερο εικονικά τα δικά σας φαντάσματα: πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια)– η ενσάρκωση αυτή. Δεν θέλουμε πια το συλλογικό να χτίζεται με τις σφαγές των άλλων ή και με τις ίδιες τις δικές μας θυσίες. Να ποιο είναι το μέλλον της δικής μας ζωής, έναντι της ιστορίας σας και των πολιτικών του θανάτου». «Η Κοντορεβιθούλα» («Petite Poucette», 2012) του 83χρονου στοχαστή είναι ένα εμπνευσμένο δοκίμιο με το οποίο επιχειρεί ακριβώς να χαρτογραφήσει το μέλλον που προδιαγράφουν οι νέες τεχνολογίες – είναι αρκούντως αισιόδοξος! – για αυτό το «νέο ανθρώπινο ον» που άρχισε να διαμορφώνεται από τη δεκαετία του 1970. Ονοματίζοντας έτσι τη δραστήρια «ηρωίδα» του – ένας φόρος τιμής στο γυναικείο φύλο που τυγχάνει πλέον της πρέπουσας αναγνώρισης στην εποχή μας – παραπέμπει και στους γυμνασμένους «αντίχειρες» της νεολαίας που χειρίζεται με άνεση τα νέα μέσα επικοινωνίας.