Οστάνδη 1936.
Η βελγική παραθαλάσσια πόλη δέχεται στα θέρετρά της πλήθος καλλιτέχνες, διανοούμενους αλλά και αλλόφρονες, που βρίσκονται εκεί μετέωροι μπροστά στο θέαμα της αβύσσου που θα προκαλέσουν σύντομα ο φασισμός και ο πόλεμος στην Ευρώπη. Εδώ βρίσκεται και ο Στέφαν Τσβάιχ, ένας άνθρωπος σε κρίση : ο Γερμανός εκδότης του τον έχει μόλις απορρίψει, ο γάμος του είναι στα πρόθυρα της διάλυσης και το σπίτι του στην Αυστρία δεν το νιώθει πια οικείο. Μαζί με τη Λόττε, την ερωμένη του, αναζητά καταφύγιο σε αυτόν τον παράδεισο με τους χαλαρούς περιπάτους και τις ομπρέλες για τον ήλιο. Και εδώ ακριβώς επανασυνδέεται με τον αποξενωμένο φίλο του Γιόζεφ Ροτ. Ερωτεύεται κι εκείνος, για μια τελευταία φορά, τη συγγραφέα Ίρμγκαρντ Κόυν, η οποία απλώς ήθελε να ξεφύγει από τη χώρα των καμένων βιβλίων. Ο έρωτας του Ροτ και της νεαρής παθιασμένης Κόυν είναι τόσο αναπάντεχος όσο εξωπραγματική φαίνεται η φιλία μεταξύ του ευκατάστατου Τσβάιχ και του γερού πότη Ροτ.
Στην Οστάνδη αυτό το καλοκαίρι βρίσκονται επίσης όλοι όσοι δεν έχουν πλέον σπίτι στη ναζιστική Γερμανία. Ο Έγκον Κις και ο Έρνστ Τόλλερ, ο Άρθουρ Καίστλερ και ο Χέρμαν Κέστεν, οι «απαγορευμένοι» ποιητές και συγγραφείς. Ο Φόλκερ Βάιντερμαν αφηγείται τα όνειρά τους, τους έρωτές τους, την απελπισία τους.
Προς στιγμήν μια εύθραυστη ευδαιμονία δημιουργείται· καθώς όμως η Ευρώπη βυθίζεται στο σκοτάδι, οι φίλοι βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα αλλόκοτο είδος διακοπών, κοιτάζοντας τον κόσμο γύρω τους να τυλίγεται στις φλόγες.